Σήμερα επί του προσωπικού. Για τη Φανή Βαλτή. Που γνώρισα και αποχαιρέτησα στο ίδιο σπίτι. Στην αρχή της Γούναρη.
Δεν είναι κάτι συχνό αυτό πια σήμερα, όπου οι άνθρωποι αλλάζουν κατοικίες και σπάνια φεύγουν από τη ζωή στο ίδιο σπίτι στο οποίο έζησαν 50 και 60 χρόνια. Με την κυρία Φανούλα αυτό συνέβη. Η έδρα της ήταν αυτό το υπέροχο σπίτι επί της Δημητρίου Γούναρη, με τη θάλασσα να γαργαλάει τα πόδια σου και τον Λευκό Πύργο να σε χαιρετά εκ του πολύ σύνεγγυς.
Μπήκα στο σαλόνι της τα άτακτα χρόνια της πρώτης μεταπολίτευσης. Τότε με την έντονη πολιτικοποίηση. Εκεί κάναμε τις πρώτες πολιτικές συζητήσεις, όχι μαζί της αλλά με καμιά δεκαριά συμμαθητές μας από το γερμανικό. Για τον κόσμο, το Πολυτεχνείο, την αδικία, το αύριο, τη ΔΗΜΑΚ, τη σχολική εφημερίδα. Με τον Γιάννη, τον γιo της και πολλούς άλλους. Με την κυρία Φανούλα να παίρνει πάντα μία ευχάριστη και διακριτική απόσταση και να αποσύρεται είτε στην κουζίνα είτε στο δωμάτιό της στο βάθος, όταν άρχιζαν οι νεανικές συζητήσεις. Ποτέ βέβαια δεν έκανε ότι δεν καταλαβαίνει. Ήξερε πάντα τι συνέβαινε.
Σε εκείνο το ευρύχωρο, λοιπόν, σαλόνι με το μεγάλο καναπέ, το τετράγωνο βαρύ τραπεζάκι στη μέση και τις τρεις παλιομοδίτικες πολυθρόνες τριγύρω, μάθαμε πολλά. Γελάσαμε, χαμογελάσαμε, κουτσομπολέψαμε, περάσαμε φουρτούνες και τελικά μεγαλώσαμε.
Το ίδιο συνέβη και σε αυτήν. Γιατί και γι’ αυτήν δεν ήταν εύκολα τα πράγματα. Δεν ήταν σαν και εμάς έφηβη, αλλά ήταν χήρα με τρία παιδιά. Όμως και αυτή προχώρησε, έκανε τα βήματά της, έμαθε, μεγάλωσε, ανανεώθηκε. Και όλα αυτά μέσα από τη ζωή και όχι σε ένα θεωρητικό επίπεδο, όπως γίνονταν εκείνα τα χρόνια με τις πρώτες φεμινίστριες.
Η κυρία Φανούλα ήταν μία όαση δημοκρατίας στα χρόνια εκείνα. Ήταν κλίμα, ήταν η αίσθηση ότι μπορείς να της τα πεις όλα και να μην σε παρεξηγήσει ούτε να σε μαλώσει. Θα σου γελούσε και μετά θα σου χαμογελούσε…
Φεύγοντας τώρα στα 90 της προκαλεί μία αμφισημία. Όχι γιατί έφυγε. Εξάλλου ο θάνατος είναι κάτι βαρύ, αλλά πια όλοι μας έχουμε βρει τρόπο να τον αντιμετωπίζουμε. Αλλά γιατί όταν αποχωρούν από τα εγκόσμια τέτοιοι άνθρωποι σε πιάνει μία παράξενη νοσταλγία. Γιατί «κυρίες Φανούλες» δεν συναντάς πια. Αρχόντισσα την είπε ο Ορέστης, κοινωνικά ευαίσθητη την χαρακτήρισαν άλλοι, θυμίζοντας την εθελοντική της δράση στη ΧΕΝ ή στο Λαογραφικό Μουσείο ή τη θητεία της στο δημοτικό συμβούλιο της Θεσσαλονίκης. Εγώ θα έλεγα απλά ότι η σελίδα του βιβλίου που λέγεται Θεσσαλονίκη γυρίζει για τα καλά.
*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 15.06.2025