- Newsroom
Μπροστά στη δύναμη του χρώματος και της ζωγραφικής χειρονομίας να κινητοποιούν συναισθηματικά και διανοητικά την αντιληπτική ικανότητα και τον συλλογισμό πάνω στο εικαστικό φαινόμενο, βρίσκεται ο θεατής μπροστά στα έργα του Θανάση Δάπη, που εκτίθενται με τίτλο «somewhere between» («Κάπου ενδιάμεσα») στη γκαλερί της Λόλας Νικολάου στη Θεσσαλονίκη, έως τις 29 Νοεμβρίου, σε επιμέλεια της Θάλειας Στεφανίδου.
Η ιδιαίτερη, αφηρημένη, συναισθηματική «τοπιολογία» που προτείνει ο Δάπης, τόσο στη χρωματική της δύναμη, όσο και στον εννοιολογικό της υπομνηματισμό με έναν καντιανού τύπου «σχηματισμό» για την αποτύπωση του θέματος και των επιφανειών που το ορίζουν, προσιδιάζει ιδίως μέσα από τις παραλλαγές και τις επαναληψιμότητες, σε μία γεωμετρική «τοπολογικού» τύπου λύση, όπου το αυθαίρετο, το τυχαίο (ίδιο με το clinamen στο «Περί Φύσεως των Πραγμάτων» ) μετασχηματίζουν την τάξη, την ομοιοτυπία και προσκαλούν τον θεατή να σταθεί εντατικά πάνω στο έργο και να διακρίνει τις διαφορές του.
Ιδίως σε μία εποχή έντονης αστικοποίησης (urbanization) της τέχνης -όπου η φωτογραφική αναπαράσταση, που προσεγγίζει την διαφημιστική εικόνα, η ποπ αισθητική, η ελαφρότητα του παιχνιδιού της street art και της θεματογραφίας του κόμικ και της science fiction, αποτελούν τον επαναλαμβανόμενο κανόνα και κατεστημένη αισθητηριακή κατανόηση και αποδοχή για την τέχνη- η καλλιτεχνική παραγωγή του Δάπη αποτελεί ένα τόλμημα και, παράλληλα, μία ευτυχή εξαίρεση, η οποία μας επαναφέρει στον πυρήνα του ίδιου του φαινομένου της ζωγραφικής διαδικασίας και της αντίληψής της πέρα από τα επιβεβλημένα μοντέλα και πρότυπα -είτε μέσω των θεσμών του «κόσμου της τέχνης» (Artworld), είτε από τις τάσεις και το πλαίσιο της αγοράς.
Η επίμονη χειρονομία του Δάπη κι η βασανιστική διερεύνηση της συνθήκης των χρωματικών επιπέδων, που προσκαλούν κι «αναγκάζουν» τον θεατή να σταθεί προσεκτικός για αρκετή ώρα απέναντι στο έργο, προσεκτικά να παρατηρήσει και ν' αντιληφθεί τα περιγράμματα και τις διαφορές που διακρίνονται μέσα από τις αντιπαραθέσεις ανάμεσα στις επιφάνειες με τις διαφορετικές χροιές ή αναδύονται από τα πολλαπλά ζωγραφισμένα υποστρώματα.
Τα έργα του Δάπη ουσιαστικά στέκονται σε μία πολλαπλή μεθόριο, σε μία borderline κατάσταση, όπου κάποιος δεν μπορεί να διαχωρίσει πού είναι τα όρια ανάμεσα στις επιφάνειες, τα περιαυγάσματα των χρωμάτων, τις ομοιότητες και την φαινομενική (μόνο) επαναληψιμότητα, το τελειωμένο και το ατέλειωτο έργο (finito/non finito). H παίγμων προσέγγιση του Δάπη στα θέματά του, με χρωματικά σκαριφήματα, που προσομοιάζουν στη φευγαλέα, ενστικτώδη κι αφηρημένα σχηματική αντίληψη του κόσμου και των πραγμάτων από τα παιδιά, προσδίδει εκείνη τη ζωτικότητα, που όπως έλεγε ο Όσκαρ Γουάιλντ είναι η «καλλιτεχνικά επινοημένη ματιά της φύσης» και πείθει τον θεατή να ερευνήσει τα θέματα με άλλη ματιά. Γιατί υπάρχουν μεν τα ίχνη των υποστρωμάτων κι οι πολλαπλές επιφάνειες, αλλά σύντομα το μάτι αντιλαμβάνεται πως σε αυτό το παιχνίδι κρίνεται το αντιληπτικά τετελεσμένο αποτέλεσμα κι αποκαλύπτεται κυρίως η Βούληση του καλλιτέχνη να βλέπει με αυτόν τον τρόπο το θέμα και να επιστρατεύει καινοτόμες δυνατότητες και ζωγραφικά μέσα.
Στην παιγνιώδη τούτη προτροπή του Δάπη, όπου τα θέματα κι οι χροιές προσλαμβάνουν εκείνη την αινιγματική διττή εικόνα -όπως περιέγραφε κι ο Βιτγκενστάιν στην εικόνα του λαγού και του πουλιού- το τελικό θέμα είναι «η (άπ)οψη που έχει μία φιγούρα που συνίσταται από άλλες φιγούρες». Πέρα από την παίγμονα, παιδική και ποιητική, διάθεση του πίνακα, αντιλαμβανόμαστε πως στα έργα του Δάπη συντελείται μία κρίσιμη ανθρωπολογική διεργασία, που αφορά την πρόσληψη της εικόνας και την αντίληψη του κόσμου: γιατί η χροιά δεν υφαρπάζεται στιγμιαία από αμφίβολες κι εναλλακτικές εικόνες, αλλά όπως προσθέτει πάλι ο Βιτγκενστάιν είναι οιωνεί μία μαθηματική απόδειξη, που για τον ίδιο έχει πρώτιστα εικονικό χαρακτήρα, παρά μόνον λογικο-μαθηματικό κι απαιτεί μία δημιουργική φαντασία και κυρίως είναι μία «δημόσια» παρέμβαση στο «παιχνίδι» (όχι μόνο λεκτικό ή μαθηματικό) που εγκαθιστά. Όπως τόνιζε ο ίδιος, «όταν μετράμε σωστά, η απόδειξη είναι το μοντέλο της άποψής μας, όταν στο πράγμα δεν προστίθεται, ούτε αφαιρείται κάτι», γιατί, στην απόδειξη (εδώ τη ζωγραφική πρόταση) «δεν επικυρώνει κανείς κάτι, αλλά εφευρίσκει». Η απόδειξη, για τον ιδιοφυή φιλόσοφο, προκειμένου να έχει πειστική δύναμη, πέρα από τη λογικο-λογοκεντρική διάστασή της, θα πρέπει να διαθέτει και μία αντιληπτική (perceptive) δυνατότητα.
Κι ο Δάπης διαρκώς εφευρίσκει καινούργιες παραλλαγές, προσφέροντας αυτήν την αντιληπτική δυνατότητα στον θεατή. Γιατί στις ασταθείς αυτές, borderline, εικόνες η επανάληψη είναι σημαντική κι επιτελείται στις «κόπιες», φαινομενικά του ίδιου θέματος. Είναι αυτόματες επαναλήψεις του «αποτελέσματος», καθώς η άποψη/ απόδειξη δεν αποτελεί το μοντέλο, αλλά παράγει τις κόπιες και τις παραλλαγές της. Η εικόνα, που σαν μαθηματική απόδειξη, είναι «αναπαραγωγίσιμη», λειτουργεί κι ως «μέτρο». Αυτό το μέτρο, που αποτελεί την πρόταση του καλλιτέχνη προς τον θεατή για να αντιληφθεί, όπως θα έλεγε ο Σοπεχάουερ μέσα από την δημόσια έκθεση (Darstellung) της εικόνας (Bild) την «νοητική αναπαράστασή του» (Vorstellung) και να εμπλουτίσει την κοσμοθέασή του, μιας κι η εικόνα έχει και «παιδευτικό» (Bildung) χαρακτήρα.
Εξάλλου, όλες οι αναπαραστάσεις, έλεγε ο Τζορτζ Στάινερ, ακόμη κι οι πιο αφηρημένες προϋποθέτουν μία αντιληπτική συνάντηση (με τον θεατή) ή τουλάχιστον μία άμβλυνση της ετερότητας μέσω της παρατήρησης μίας προθεσιακής (intentional) μορφής. Αυτήν την αμεσότητα των «ιδιωτικών αισθήσεων» του καλλιτέχνη, την πρόσθεσή του κατορθώνει ο Δάπης να μεταδώσει στον θεατή, αποκαλύπτοντας το γενεσιουργό αίτιο και κίνητρό του, ξεδιπλώνοντας τις εμπειρίες του και την αμεσότητά τους. Και μοιραζόμενος με τον θεατή το αίσθηματα της εμπειρίας, όπως έλεγε κι ο Τζον Ντιούι, τον κάνει κοινωνό της αισθητικής συμμετοχής κι απόλαυσης.
Δρ Γιώργης -Βύρων Δάβος
Θανάσης Δάπης: «somewhere between», 06.11-29.11.2025, ΓΚΑΛΕΡΙ ΛΟΛΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Τσιμισκή 52, Θεσσαλονίκη