- Newsroom
Τη δυνατότητα να ακυρώνει ή να τροποποιεί πράξεις επιβολής φόρων και προστίμων, όταν αυτές περιέχουν πρόδηλα σφάλματα, έχει πλέον η Φορολογική Διοίκηση, ακόμη και στην περίπτωση που η υπόθεση έχει παραπεμφθεί στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών ή στα διοικητικά δικαστήρια.
Πρόκειται για σημαντική εξέλιξη, καθώς μέχρι σήμερα, η Διοίκηση δεν μπορούσε να παρέμβει για τη διόρθωση προφανών λαθών, όσο εκκρεμούσε η δικαστική διαδικασία.
Αφορά και εκκρεμείς υποθέσεις από το 2014
Η παρέμβαση της Φορολογικής Διοίκησης μπορεί να γίνει ακόμη και αναδρομικά, για υποθέσεις που εκκρεμούν από την 1η Ιανουαρίου 2014, και επιτρέπεται είτε κατόπιν αίτησης του φορολογούμενου είτε αυτεπάγγελτα, με βάση τα στοιχεία που διαθέτουν οι φορολογικές αρχές.
Σε περίπτωση αποδοχής του αιτήματος ή διαπίστωσης του λάθους, οι φόροι ή τα πρόστιμα που έχουν βεβαιωθεί διαγράφονται, ενώ επιστρέφονται όσα ποσά έχουν ήδη καταβληθεί από τον φορολογούμενο.
Τι διορθώνεται – Τι θεωρείται πρόδηλο σφάλμα
Η τροποποίηση ή ακύρωση μπορεί να αφορά πράξεις άμεσου προσδιορισμού φόρου, πράξεις διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού, καθώς και πράξεις επιβολής προστίμου. Η παρέμβαση επιτρέπεται όταν διαπιστώνεται πρόδηλη έλλειψη φορολογικής υποχρέωσης (ολική ή μερική) ή αριθμητικό/υπολογιστικό σφάλμα.
Ως αριθμητικά ή υπολογιστικά σφάλματα θεωρούνται, ενδεικτικά, λάθη κατά τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων, όπως η βεβαίωση φόρου ύψους 100.000 ευρώ αντί 10.000 ευρώ, χωρίς να έχει εφαρμοστεί εσφαλμένα ο νόμος ή να έχει γίνει νομική ερμηνεία.
Αν έχει εκδοθεί ταυτόχρονα και πράξη επιβολής προστίμου, τότε και αυτή ακυρώνεται ή τροποποιείται, μαζί με την πράξη προσδιορισμού φόρου.
Πότε γίνεται δεκτή η αίτηση
Για να γίνει αποδεκτή η αίτηση ακύρωσης ή τροποποίησης, πρέπει είτε να προσκομιστούν έγγραφα από τον φορολογούμενο που αποδεικνύουν το πρόδηλο σφάλμα, είτε να υπάρχουν ήδη διαθέσιμα τα στοιχεία στη φορολογική υπηρεσία, χωρίς να απαιτούνται περαιτέρω ελεγκτικές επαληθεύσεις.
Τι προβλέπει το άρθρο 74 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας
Σύμφωνα με το άρθρο 74, η προθεσμία για ακύρωση πράξης που έχει ήδη προσβληθεί στα δικαστήρια λήγει ένα έτος μετά από την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, δηλαδή μετά τη λήξη της εκκρεμοδικίας. Επιπλέον, δεν απαιτείται το πρόδηλο σφάλμα να έχει προβληθεί από τον φορολογούμενο κατά την υποβολή της προσφυγής, είτε ενδικοφανούς είτε δικαστικής.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η πρόβλεψη ότι ποσά που έχουν ήδη βεβαιωθεί ή πληρωθεί, βάσει πράξεων που ακυρώνονται λόγω πρόδηλου σφάλματος, διαγράφονται ή επιστρέφονται, κατά παρέκκλιση των διατάξεων περί παραγραφής.
Τι ίσχυε μέχρι σήμερα
Μέχρι πρότινος, όταν μια υπόθεση είχε προσβληθεί στη ΔΕΔ ή στα διοικητικά δικαστήρια, η Φορολογική Διοίκηση δεν είχε τη δυνατότητα να παρέμβει για τη διόρθωση πρόδηλου σφάλματος. Οι φορολογούμενοι ήταν υποχρεωμένοι να περιμένουν τη λήξη της διαδικασίας, ακόμη κι αν το λάθος ήταν προφανές και αναμφισβήτητο.
Η νέα διάταξη αναιρεί αυτή την περιοριστική πρακτική και επιτρέπει τη διορθωτική παρέμβαση χωρίς καθυστέρηση, διευκολύνοντας σημαντικά τόσο τους φορολογούμενους όσο και τις ίδιες τις αρχές.