- Newsroom
Τις προκλήσεις της ανάπτυξης της Ευρώπης και την στρατηγική που πρέπει να υιοθετηθεί προς αυτή την κατεύθυνση αναλύει σε άρθρο του στον Economist ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κυριάκος Πιερρακάκης με αφορμή την συμπλήρωση ενός χρόνου από την παρουσίαση της έκθεσης Ντράγκι για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα.
Μία έκθεση, την οποία ο Έλληνας υπουργός χαρακτηρίζει «ορόσημο στην προσπάθεια να χαραχθεί μια πορεία ανάπτυξης». «Το μήνυμά του τότε ήταν σαφές: χωρίς τολμηρές μεταρρυθμίσεις, η Ευρώπη κινδύνευε με μια «αργή αγωνία» σχετικής παρακμής» σχολιάζει ο κ. Πιερρακάκης για να συμπληρώσει πως «ένα χρόνο αργότερα, το αίσθημα επείγοντος έχει μόνο βαθύνει, εξ ου και το συνεχές χτύπημα του κ. Ντράγκι, συμπεριλαμβανομένης μιας πρόσφατης ομιλίας στην οποία προειδοποίησε ότι η Ευρώπη πρέπει να κάνει «μαζικές επενδύσεις... τώρα, που έχουμε ακόμα τη δύναμη να διαμορφώσουμε το μέλλον μας».
«Η ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς, το κλειδί για την επόμενη φάση ανάπτυξης της Ευρώπης»
«Μεταξύ των πολλών συστάσεων που διατύπωσε ο κ. Ντράγκι, η ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς (...) παραμένει η πιο σημαντική. Είναι το κλειδί για την έναρξη της επόμενης φάσης ανάπτυξης της ηπείρου. Η προσπάθεια για την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς πρέπει, ωστόσο, να συμβαδίζει με την αναζωπύρωση του ανταγωνισμού» σημειώνει.
«Η σημασία της ολοκλήρωσης της ενιαίας αγοράς υπογραμμίζεται από έντονα στατιστικά στοιχεία: τα ενδοενωσιακά εμπόδια λειτουργούν ως de facto δασμοί 44% κατά μέσο όρο στα αγαθά - τρεις φορές υψηλότεροι από τους εμπορικούς φραγμούς μεταξύ αμερικανικών κρατών - και ακόμη πιο απότομοι, 110% στις υπηρεσίες, σύμφωνα με το ΔΝΤ» συμπληρώνει αναφερόμενος σε συγκεκριμένα δεδομένα.
«Η μείωση αυτών των εμποδίων θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα. Παρ' όλα αυτά, μια νέα έκρηξη ευρωπαϊκής ανάπτυξης θα απαιτήσει την επιδίωξη δύο πρόσθετων, κρίσιμων αλλαγών» τονίζει.
Στρατηγική στη συγκέντρωση των πόρων
Ειδικότερα, αναφέρει πως «πρέπει να είμαστε πιο στρατηγικοί σχετικά με το πού συγκεντρώνουμε τους πόρους μας - ανά τομέα» φέρνοντας για παράδειγμα τις τηλεπικοινωνίες.
«Είναι ένας κλάδος έντασης κεφαλαίου με μειούμενα περιθώρια κέρδους, αλλά απαραίτητος για την ψηφιακή ανταγωνιστικότητα. Στην Ευρώπη σήμερα, οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι αντιμετωπίζουν 27 διαφορετικά κανονιστικά καθεστώτα και έχουν αναγκαστεί να πλοηγηθούν σε 27 ξεχωριστές δημοπρασίες φάσματος 5G. Αυτό το συνονθύλευμα αυξάνει το κόστος, επιβραδύνει την ανάπτυξη και δυσχεραίνει την επίτευξη κλίμακας» προσθέτει.
Χαρακτηρίζει «παράδοξη» τη θέση της Ευρώπης σε ένα ευρύτερο γεωπολιτικό πλαίσιο, σημειώνοντας πως «ο παγκόσμιος ανταγωνισμός για τις ψηφιακές υποδομές έχει εξελιχθεί σε πλήρη στρατηγική αντιπαλότητα».
«Ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είχε μια συνεκτική απάντηση, οι ευρωπαϊκές εταιρείες βρίσκονται συχνά στο επίκεντρο των πιο σημαντικών εξελίξεων - ως κορυφαίοι πάροχοι υποδομών , προτύπων και καινοτομίας 5G. Με άλλα λόγια, η Ευρώπη κατείχε πολλά από τα εργαλεία, αλλά δεν είχε την κοινή πολιτική για να τα μετατρέψει σε μακροπρόθεσμη βιομηχανική δύναμη» συμπληρώνει.
«Στην ψηφιακή εποχή οι υποδομές από μόνες τους δεν επαρκούν»
Αναφερόμενος στην Ελλάδα, σημειώνει πως καταβλήθηκαν προσπάθειες ανταπόκρισης σε αυτή την πρόκληση. «Διατηρήσαμε το 25% των εσόδων από τις δημοπρασίες 5G για να δημιουργήσουμε ένα ειδικό ταμείο για επενδύσεις σε εταιρείες που κατασκευάζουν εφαρμογές με δυνατότητα 5G. Αυτό αντικατοπτρίζει την αναγνώριση ότι στην ψηφιακή εποχή οι υποδομές από μόνες τους δεν επαρκούν. Η καινοτομία, επιπλέον αυτής της υποδομής, είναι αυτή που οδηγεί την ανάπτυξη» αναφέρει.
«Αν η Ευρώπη είχε υιοθετήσει μια συντονισμένη ή ακόμη και ενιαία ρυθμιστική προσέγγιση, ένα ενιαίο πλαίσιο δημοπρασιών και έναν κοινό μηχανισμό χρηματοδότησης για στρατηγικές τεχνολογικές επενδύσεις σε εφαρμογές 5G , θα μπορούσε να είχε τοποθετηθεί πιο πειστικά ως παγκόσμιος ηγέτης στο 5G.-ενισχύοντας την καινοτομία» υπογραμμίζει.
Ευθυγράμμιση με τις αναπτυξιακές προτεραιότητες του μέλλοντος
Παράλληλα, σημειώνει πως η δεύτερη αλλαγή «είναι η ευθυγράμμιση της ρύθμισης με τις αναπτυξιακές προτεραιότητες του μέλλοντος, όχι του παρελθόντος», φέρνοντας ως παράδειγμα τις δημόσιες συμβάσεις. «Τα παραδοσιακά κατασκευαστικά έργα τείνουν να προχωρούν πολύ πιο γρήγορα από τα ψηφιακά ή τα έργα που βασίζονται στην καινοτομία. Αυτή η απόκλιση δεν είναι απλώς διαδικαστική - αντικατοπτρίζει τις αναπτυξιακές προτεραιότητες μιας εποχής στην οποία η φυσική υποδομή κυριαρχούσε στη στρατηγική σκέψη».
«Σήμερα, η διάρκεια ζωής των ψηφιακών έργων συχνά μετριέται σε μήνες. Στην Ευρώπη, ωστόσο, τα χρονοδιαγράμματα για την ανάθεση και την υλοποίησή τους μετρώνται σε χρόνια» εξηγεί.
«Η απάντηση πρέπει να είναι μια οικονομία που καινοτομεί, ανταγωνίζεται και αναπτύσσεται»
«Είναι θέμα κατεύθυνσης» επισημαίνει» και αναλύει πως «αυτό σημαίνει επαναδιατύπωση των κανόνων ώστε να είναι κατάλληλοι για ευέλικτη ανάπτυξη, συνεργασίες δημόσιου-ιδιωτικού τομέα με τεχνολογίες και ταχεία ανάπτυξη σε τομείς όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη , η κυβερνοασφάλεια, η ενεργειακή μετάβαση και η προηγμένη μεταποίηση».
«Ας εξαλείψουμε, με κάθε τρόπο, τους αόρατους δασμούς που κατακερματίζουν την εσωτερική αγορά της Ευρώπης. Αλλά ας αναρωτηθούμε επίσης: τι είδους οικονομία θα επιτρέψουμε μόλις αρθούν αυτά τα εμπόδια;» θέτει το ερώτημα.
«Η απάντηση δεν μπορεί να είναι «μια από τα ίδια». Πρέπει να είναι μια οικονομία που καινοτομεί, ανταγωνίζεται και αναπτύσσεται — με μια θεσμική αρχιτεκτονική σχεδιασμένη όχι μόνο για τη διαχείριση των κινδύνων, αλλά και για την καταλυτική δράση του δυναμικού της Ευρώπης» καταλήγει.