Αποκαλυπτική η έκθεση του ΟΟΣΑ για τη δημόσια υγεία - Το 39% των δαπανών υγείας πληρώνεται από την τσέπη των Ελλήνων

Μάλιστα το κόστος είναι ο κυρίαρχος λόγος για τους πολίτες οι οποίοι δεν έκαναν μια εξέταση ή μια θεραπεία στην Ελλάδα

- Newsroom

Το χέρι βαθιά στην τσέπη βάζουν οι Έλληνες πολίτες για να λάβουν υπηρεσίες υγείας, παρότι στη χώρα υπάρχει θεωρητικά δημόσιο σύστημα υγείας, καταγράφει η πρόσφατη έκθεση (σ.σ. συνολικά 28 χώρες) του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης "Health at a Glance 2025". 

Ειδικότερα, τo 39% των συνολικών χρημάτων που δαπανώνται για την υγεία προέρχεται από ιδιωτική χρηματοδότηση, είναι δηλαδή άμεση επιβάρυνση των Ελλήνων πολιτών. Με αυτό το ποσοστό, η Ελλάδα κατατάσσεται στις υψηλότερες θέσεις της σχετικής λίστας και υπερθεματίζει εμμέσως πλην σαφώς τα ουσιώδη αίτια των εκτενών ιατρικών αναγκών. Στην έκθεση του ΟΟΣΑ αποκαλύπτονται τα προβλήματα του ΕΣΥ, εκτός του γεγονότος ότι η χώρα έχει αρχίσει να επενδύει σταδιακά στην πρόληψη. Τα ίδια στοιχεία δείχνουν πως πλέον η Ελλάδα διαθέτει για την πρόληψη το 3,1% των συνολικών δαπανών υγείας, ενώ ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 3,4%. Πριν από τρία χρόνια το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα άγγιζε το 2%.

Τι επενδύει το κράτος

Το ΕΣΥ λειτουργεί ως σύστημα διαχείρισης των ασθενειών με τα νοσοκομεία να βρίσκονται στο επίκεντρο, καθώς η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα και δεν καλύπτει το σύνολο της χώρας. Πιο συγκεκριμένα, η κυβέρνηση στην Ελλάδα επενδύει στην υγεία μόλις το 10% επί των συνολικών δαπανών. Σε άλλες χώρες, όπως η Γερμανία και η Ιρλανδία, το ποσοστό αυτό φτάνει το 19%. Από το 10% στην Ελλάδα, το 43% καταλήγει στα νοσοκομεία, το 20% στη φροντίδα εξωτερικών ασθενών, ενώ οι υπηρεσίες μακροχρόνιας φροντίδας συνεχίζουν να είναι υποχρηματοδοτούμενες και υποβαθμισμένες (σ.σ. με 2%), παρότι οι ανάγκες βαίνουν αυξανόμενες.

Παράλληλα, τα στοιχεία της έκθεσης του ΟΟΣΑ καταδεικνύουν το γεγονός ότι οι Έλληνες πληρώνουν ακριβά για να αγοράσουν υπηρεσίες και ιατρικά αγαθά είτε με συμμετοχή είτε με πλήρη κάλυψη του κόστους μιας εξέτασης, νοσηλείας ή θεραπείας. Αυτή η επιβάρυνση γίνεται για να αποφύγουν οι πολίτες την αναμονή και άλλα προβλήματα που προκαλούνται στο ΕΣΥ από την υποστελέχωση και την υποχρηματοδότηση. Βάσει της έρευνας το ποσοστό αυτό φτάνει στο 39% στην Ελλάδα, όταν ο μέσος όρος στον ΟΟΣΑ δεν ξεπερνά το 25%.

Δυσαρεστημένοι οι Έλληνες

Όσον αφορά το πού κατανέμονται τα χρήματα που καταβάλλουν οι πολίτες από την τσέπη τους, πέραν των φόρων που πληρώνουν, το 38% κατευθύνεται σε φάρμακα και ιατρικά είδη, το 17% σε υπηρεσίες που απευθύνονται σε εξωτερικούς ασθενείς (π.χ. εξετάσεις), ενώ το 11% καταλήγει στην κάλυψη οδοντιατρικών θεραπειών.

Εξαιτίας και των προαναφερθέντων, η Ελλάδα κατέχει το υψηλότερο ποσοστό ανικανοποίητων αναγκών υγείας, αν και έχει σημειώσει μείωση σε σχέση με το 2022, όταν ξεπερνούσε το 15%. Ειδικότερα, το 12,1% των Ελλήνων δήλωσε ότι δεν έκανε εξέταση ή καθυστέρησε θεραπεία, όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ δεν ξεπερνά το 3,4%.

Σύμφωνα με τους συμμετέχοντες στην έρευνα, οι Έλληνες δήλωσαν ότι το υψηλό κόστος ήταν ο κύριος λόγος που δεν έκαναν την εξέταση ή τη θεραπεία και ακολούθησαν ο χρόνος αναμονής και η απόσταση από τις δομές υγείας.

Ταυτόχρονα, η πλειοψηφία των Ελλήνων επιθυμεί ένα καλύτερο σύστημα υγείας, ενώ το 64% των πολιτών στις χώρες του ΟΟΣΑ δηλώνει ικανοποιημένο με τη διαθεσιμότητα ποιοτικών υπηρεσιών υγείας στον τόπο διαμονής τους. Οι πολίτες της Ελβετίας, του Βελγίου, της Δανίας και του Λουξεμβούργου είναι οι πιο ικανοποιημένοι. Στον αντίποδα, η Ελλάδα (27%), η Τουρκία (41%), η Ουγγαρία (41%) και η Ιταλία (44%) είναι οι λιγότερο ικανοποιημένοι.

Σημειώνεται πάντως ότι «τα επίπεδα ικανοποίησης έχουν μειωθεί ελαφρώς με την πάροδο του χρόνου στην πλειονότητα των χωρών του ΟΟΣΑ», αναφέρεται στην έκθεση του οργανισμού.

Loader