- Newsroom
Την υποχρέωση του υπουργείου Πολιτισμού να δώσει συνέχεια στο πρόγραμμα για την αναβάθμιση της ελληνικής χειροτεχνίας, κυρίως μέσα από την επαγγελματική κατάρτιση και πιστοποίηση χειροτεχνών, εξέφρασε η υπουργός Λίνα Μενδώνη, στον χαιρετισμό της στην ημερίδα με θέμα «Χειροτεχνία σε Μετάβαση: Στρατηγική Αναγέννησης της Ελληνικής Χειροτεχνίας», που πραγματοποιήθηκε σήμερα, στο πλαίσιο της συμμετοχής του ΥΠΠΟ στην 89η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης.
Με τη διεκδίκηση ευρωπαϊκών και εθνικών προγραμμάτων, η υπουργός Πολιτισμού τόνισε πως θα «περάσουμε από το πιλοτικό στάδιο στη μονιμότητα» και ότι θα συνεχίσει η λειτουργία των 19 δομών κατάρτισης που βρίσκονται σε οκτώ Περιφέρειες της χώρας, διότι «έχει σημασία να εδραιωθούν ως δράσεις κατάρτισης στη χειροτεχνία για να κρατήσουν τους νέους σε περιοχές, σε χωριά που ερημώνονται».

Πρόκειται για το έργο του ΥΠΠΟ «Δράσεις προετοιμασίας εφαρμογής Πρότυπης Στρατηγικής Ανασύστασης / Ανάπτυξης και Επαναπροσδιορισμού της Ελληνικής Χειροτεχνίας» που υλοποιείται σε συνεργασία με Πανεπιστήμια, δήμους και φορείς πολιτισμού ως η πρώτη, πιλοτική φάση ενός ευρύτερου εθνικού σχεδίου και περιλαμβάνει τρεις βασικούς κλάδους: την υφαντική, την κεραμική και την ξυλοτεχνία.
«Η αναβίωση της ελληνικής χειροτεχνίας αποτελεί μια πολιτική στρατηγική προτεραιότητα του υπουργείου Πολιτισμού από το 2019. Δεν πρόκειται μόνο για τη διάσωση της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς -ένα κεφάλαιο της μακράς παράδοσης μας με ανεκτίμητη αξία. Αφορά εξίσου και τη μετάβασή της σε ένα σύγχρονο και βιώσιμο αναπτυξιακό πρότυπο, το οποίο αρδεύουν οι παραδοσιακές πρακτικές, καθιστώντας εφαλτήριο ανάπτυξης, απασχόλησης και αναζωογόνησης της ελληνικής περιφέρειας», τόνισε η κ. Μενδώνη.
Στην πιλοτική φάση του έργου, τα εκπαιδευτικά προγράμματα υλοποιούν τα Πανεπιστήμια Δυτικής Αττικής, Θεσσαλίας και το Δυτικής Μακεδονίας, σε 19 δομές που βρίσκονται σε όλη τη χώρα και κουβαλούν μακρόχρονη τοπική παράδοση. Για παράδειγμα, υλοποιούνται εκπαιδευτικά προγράμματα στον κλάδο της κεραμικής στους Ψαράδες Φλώρινας, στον κλάδο της υφαντικής στο Νεστόριο Καστοριάς και στη Βλάστη Κοζάνης, στην Αλεξανδρούπολη και το Διδυμότειχο.
«Στόχος μας είναι η δημιουργία μιας νέας γενιάς χειροτεχνών με επαγγελματική κατάρτιση, πιστοποίηση, επιχειρηματική υποστήριξη, διεθνή δικτύωση αλλά και ενδυνάμωση ανάλογων μικρών επιχειρήσεων», πρόσθεσε η υπουργός Πολιτισμού.
Για τη δημιουργία του στρατηγικού σχεδίου ανασύστασης, επαναπροσδιορισμού και ανάπτυξης της ελληνικής χειροτεχνίας, μελετήθηκαν σε βάθος οι ανάγκες, τα δυνατά ή αδύναμα σημεία των χειροτεχνών και δόθηκαν 47 παρεμβάσεις, οι οποίες ανταποκρίνονται στα πραγματικά τους προβλήματα. «Ο χειροτέχνης δεν είναι ολοκληρωμένος επαγγελματίας. Συνήθως έχει κάποιες τεχνικές γνώσεις, οι οποίες είναι τοπικές και εμπειρικές. Δηλαδή, μια υφάντρα στο Μέτσοβο ξέρει να κάνει τα υφαντά Μετσόβου, ενώ σε όλη την Ελλάδα έχουμε πάρα πολλές τεχνικές», είπε μιλώντας στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η συντονίστρια του έργου αναβίωσης ελληνικής χειροτεχνίας Γλυκερία Καραγκούνη, Αν. Καθηγήτρια Επιχειρηματικότητας, Καινοτομίας και Τεχνολογιών Παραγωγής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Οι μελετητές διαπίστωσαν επίσης ότι δεν υπήρχε καθόλου επιχειρηματικό υπόβαθρο. «Εμείς θέλουμε να δημιουργήσουμε τον χειροτέχνη, ο οποίος μπορεί να ζει από αυτό το επάγγελμα. Η υφαντική σήμερα δεν υπόσχεται ότι αν κάνεις μια επιχείρηση μπορείς να βγάλεις χρήματα. Άρα το κάνουμε σαν χόμπι. Εμείς θέλουμε να το πάρουμε από χόμπι και να το κάνουμε επιχείρηση», εξήγησε η κ. Καραγκούνη.
Στη συνέχεια έγινε ποιοτική μελέτη στους τρεις δυνατότερους κλάδους της χειροτεχνίας, με εις βάθος συνεντεύξεις με χειροτέχνες και από εκεί προέκυψαν οι 47 παρεμβάσεις, μία εκ των οποίων ήταν η ενδυνάμωση των δεξιότητων και των γνώσεών τους.
Τα προγράμματα, με συνολική διάρκεια 260 ωρών, 80 ώρες θεωρητική εκπαίδευση και 180 ώρες εργαστηριακά μαθήματα στη ξυλοτεχνία, στην υφαντική και στην κεραμική, με τη δημιουργία των αντίστοιχων δομών κατάρτισης, διαχέονται σε όλη την Ελλάδα και ιδιαίτερα σε περιοχές που διαθέτουν ισχυρή αντίστοιχη χειροτεχνική παράδοση.
Σχολές Πέτρας, Μαρμαροτεχνίας, Ξυλοναυπηγικής και το «Μαντηλάδικο» στο Μεταξουργείο
Στο πλαίσιο της ημερίδας η υπουργός Πολιτισμού αναφέρθηκε ακόμη και σε άλλες παραδοσιακές τέχνες, που δεν εντάσσονται στην καθ’ αυτή χειροτεχνία, αλλά συγγενεύει μαζί της.
Είπε χαρακτηριστικά ότι από τον προηγούμενο Μάρτιο, το Υπουργείο Πολιτισμού υπέγραψε με την Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας, την Περιφέρεια Πελοποννήσου και το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας Προγραμματική Σύμβαση Πολιτισμικής Ανάπτυξης για την εκπόνηση προγράμματος σπουδών και εκπαιδευτικού υλικού για τη σύσταση και λειτουργία επαγγελματικών σχολών μαθητείας στην παραδοσιακή τέχνη της πέτρας στον Πεντάλοφο Βοΐου Κοζάνης αλλά και στα Λαγκάδια Γορτυνίας. «Αντικείμενο είναι η σύσταση Σχολών Πέτρας και Παραδοσιακών Μορφών Δόμησης. Στόχος μας είναι η ανάδειξη μιας νέας γενιάς μαστόρων της πέτρας, ακολουθώντας την παράδοση, η οποία όχι μόνο θα αναβιώσει την τέχνη των πετράδων, ένα στοιχείο ήδη εγγεγραμμένο στον Εθνικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, αλλά και θα τροφοδοτήσει την αγορά, καθώς η ζήτηση για τεχνίτες της πέτρας παραμένει ιδιαίτερα υψηλή όχι μόνον στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό».
Τον ίδιο σκοπό, δηλαδή τη διάσωση και μετεξέλιξη παραδοσιακών τεχνικών που κινδυνεύουν με εξαφάνιση, υπηρετούν και άλλες παράλληλες δράσεις του Υπουργείου Πολιτισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αναβάθμιση του Προπαρασκευαστικού και Επαγγελματικού Σχολείου Καλών Τεχνών Πανόρμου Τήνου σε Ανώτερη Σχολή Μαρμαροτεχνίας, η οποία με νέες υποδομές, σύγχρονο τεχνικό εξοπλισμό και χρηματοδότηση 13 εκατομμυρίων ευρώ, ανοίγει νέες επαγγελματικές προοπτικές για τους αποφοίτους της. Στην ίδια κατεύθυνση εντάσσεται και η ίδρυση της ειδικότητας «Τεχνικός Ξυλοναυπηγικής» στη Σάμο, που ξεκινά τη λειτουργία της με τη συνεργασία του Υπουργείου Πολιτισμού, του Υπουργείου Παιδείας και του Πανεπιστημίου Αιγαίου, καθώς και η δημιουργία του «Μαντηλάδικου – Κέντρου Σταμπωτού Υφάσματος» στο Μεταξουργείο, με τη χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης. Μέσα από την αποκατάσταση του ιστορικού κτηρίου της Βιοτεχνίας Ελληνικών Μαντιλιών και την αξιοποίηση του μηχανολογικού της εξοπλισμού, το Κέντρο φιλοδοξεί όχι μόνο να διαφυλάξει μια σπουδαία παράδοση αλλά και να αποτελέσει εφαλτήριο για την αναβίωση παλαιότατων τεχνικών.