7 λόγοι για να μη διαβάσω ένα βιβλίο

Δεν αποτελεί απλώς ένα ακόμα εκδοτικό εγχείρημα αλλά ένα πρώτο βήμα ενός πολιτικού σχεδίου

Είναι το βιβλίο του κ. Τσίπρα.

Και γιατί να μοιραστεί κάποιος με τους αναγνώστες μίας ιστορικής εφημερίδας της πόλης μία τέτοια προσωπική διάθεση;

Επειδή, προφανέστατα, δεν αποτελεί απλώς ένα ακόμα εκδοτικό εγχείρημα αλλά ένα πρώτο βήμα ενός πολιτικού σχεδίου. Υπό άλλες συνθήκες, το στοιχείο αυτό θα ήταν προτρεπτικός λόγος για να το διαβάσω. Όχι, όμως, στην περίπτωση του πρώην πρωθυπουργού.

Ας εξηγήσω τους λόγους.

Πρώτος λόγος: Σε προσωπικό επίπεδο με απωθεί το ακριβό και καλοκουρδισμένο marketing. Η εμπειρία μού δείχνει ότι συνήθως βιβλία για τα οποία «στήνεται» μία επικοινωνιακή καταιγίδα έχουν ένα περιεχόμενο που υπολείπεται των προσδοκιών (κυρίως επειδή έχουν τεχνηέντως μεγιστοποιηθεί).

Δεύτερος: Συχνότατα, στην περίπτωση των πολιτικών προσώπων, τέτοια βιβλία είναι αυτοαθωωτικά για τα πολιτικά λάθη τα οποία διέπραξαν. Γι’ αυτό, εξάλλου, δεν διάβασα τα βιβλία του Ολάντ, της Μέρκελ και του Ομπάμα. Τα οποία, προφανώς, είχαν και καλύτερη επιμέλεια (σε τέτοια βιβλία, δεν θα έβρισκες τη Ρίγα στην Εσθονία…). Δεν εξετάζω την οικονομική συμβολή των εκδόσεων στις πρωθυπουργικές/προεδρικές συντάξεις, γιατί είναι κάτι θεμιτό. Αφού βρίσκονται αναγνώστες, ένα νόμιμο επιπλέον εισόδημα δεν μπορείς να το αρνηθείς σε κανέναν…

Τρίτος: Όσοι πολιτικοί έγραψαν βιβλία απολογισμού, είχαν πλέον ολοκληρώσει την πολιτική τους διαδρομή και δεν είχαν τρέχουσες ή μελλοντικές σκοπιμότητες να διαβρώνουν την αξιοπιστία των γραφομένων. Αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση του κ. Τσίπρα. Η αυτοαθώωσή του γίνεται για να επανέλθει. Δεν είμαι βέβαιος ότι θέλω να συμβάλλω σε αυτό.

Τέταρτος: Αν το βιβλίο έχει κάποιο «ζουμί», το έχει ήδη προδημοσιεύσει. Θέλοντας και μη, μάθαμε τι λέει για πολλές κομβικές στιγμές. Ο ιστορικός του μέλλοντος θα το διαβάσει και θα κοιτάξει να διασταυρώσει τα όσα γράφονται. Οι πολίτες που τα ζήσαμε, έχουμε διατυπώσει την κρίση μας. Και είναι και νωπή…

Πέμπτος: Επιτίθεται σε όλους τους συνεργάτες του, εκθέτει τους κατά καιρούς υποστηρικτές του, διατυπώνει κρίσεις αλλοδαπού παρατηρητή για υπουργούς που διάλεξε. Ηγεσία (εννοώ αξιόπιστη ηγεσία) είναι, ανάμεσα σε άλλα, και να αιτιολογείς τα λάθη σου ή τις επιλογές σου και να εξηγείς γιατί άφησες τους συνεργάτες σου να τα κάνουν. Μόνο την επιλογή Καμμένου υπερασπίζεται (τον οποίο, βέβαια, παρουσιάζει ως ερωτευμένο με το υπουργείο Άμυνας -για ποιο λόγο άραγε;).

Θα έβγαζε κανείς το συμπέρασμα ότι στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ οι υπουργοί αυτοδιορίζονταν (ανάλογα με τον έρωτά τους) και κατόπιν αυτοσχεδίαζαν.

Έκτος: Δεν άκουσα -μέχρι στιγμής- καμία αυτοκριτική για τους «γερμανοτσολιάδες», τους «Νενέκους» και τη δήλωση του μέσα στη Βουλή «μερικοί εδώ μέσα φαίνεται πως δεν είναι και τόσο Έλληνες» (στα τέλη του ’11 ή στις αρχές του ’12). Ένα αξιόπιστο πολιτικό rebranding θα ξεκινούσε από την αναστροφή της «διχαστικής» πολιτικής με την οποία έχει συνδεθεί στη λαϊκή συνείδηση ο πρώην πρωθυπουργός. Θα μου πείτε, οι Γάλλοι σύμβουλοί του κάνουνε marketing όχι πολιτική. Σωστό και αυτό.

Έβδομος: Ένας (έστω, πρώην) ηγέτης της αριστεράς την κατεδαφίζει συστηματικά και δεν της αφήνει καθόλου ζωτικό πολιτικό χώρο, μία παρακαταθήκη, ένα μήνυμα για το μέλλον. Είναι τουλάχιστον άδικο, για όσους από τον χώρο αυτόν τον εμπιστεύτηκαν κάποτε.

Λοιπόν, υπάρχουν πολλά άλλα εποικοδομητικά πολιτικά βιβλία…